- ἀπτέρυγος
- ἀπτέρυγοςwithout wingsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απτέρυγος — κ. αφτέρουγος κ. απτερύγωτος, η, ο (Α ἀπτέρυγος, ον) αυτός που δεν έχει βγάλει ακόμη φτερά … Dictionary of Greek
ἀπτερύγους — ἀπτέρυγος without wings masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπτερύγων — ἀπτέρυγος without wings masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)